οἰκτίρω

οἰκτίρω
οἰκτίρω fut. οἰκτιρήσω; aor. 2 sg. οἰκτίρησας Ps 59:3; aor. inf.: οἰκτιρῆσαι Ps 76:10; 3 Macc 5:51 (Hom. et al.; ins; pseudepigr.; Ps.-Phoc. 25; Philo, Migr. Abr. 122; Jos., Bell. 4, 384; 5, 418, Ant. 7, 153; 14, 354; for the spelling s. on οἰκτείρω) only in one pass. in our lit., a quot. have compassion τινά on someone (Pla., Laws 2, 1, 653c θεοὶ οἰκτείραντες τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος; Epict. 4, 6, 21; Appian, Bell. Civ. 4, 22 §89; Lucian, Tim. 42, Dial. Mort. 28, 2; Ezk. Trag. 125 [in Eus., PE 9, 29, 11]; Test-Ash 2:2) Ro 9:15 (Ex 33:19.—οἰκτίρω of the deity Cypris: Apollon. Rhod. 4, 917; beside ἐλεέω Pla., Euthyd. 288d).—DELG s.v. οἶκτο. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οικτίρω — βλ. πίν. 143 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ. ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οικτίρω — (ΑΜ οἰκτίρω και οἰκτείρω, Α και οἰκτειρῶ, έω, αιολ. τ. οικτίρρω) αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, λυπάμαι κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, συμπονώ («ἐμὲ δὲ οἰκτίρεις ἐπὶ τῆ πενίᾳ», Ξεν.) νεοελλ. περιφρονώ, καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἰκτίρω (< *οικτίρ jω …   Dictionary of Greek

  • οικτίρω — 1. νιώθω συμπάθεια για κάποιον, λυπούμαι, σπλαχνίζομαι. 2. περιφρονώ, ελεεινολογώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκτίρω — οἰκτείρω pres subj act 1st sg οἰκτείρω pres ind act 1st sg οἰκτί̱ρω , οἰκτείρω aor subj act 1st sg οἰκτί̱ρω , οἰκτείρω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεροικτίρω — και ὑπεροικτείρω Α οικτίρω υπέρμετρα, σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἰκτίρω / οἰκτείρω «λυπάμαι, συμπονώ»] …   Dictionary of Greek

  • βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… …   Dictionary of Greek

  • εποικτείρω — ἐποικτείρω και ἐποικτίρω (Α) αισθάνομαι λύπη, οίκτο για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οικτίρω (< οικτρός < οίκτος)] …   Dictionary of Greek

  • κακοτυχίζω — (Μ κακοτυχίζω) φέρνω σε κάποιον κακή τύχη, κάνω κάποιον να δυστυχήσει νεοελλ. λέγω ή θεωρώ κάποιον κακότυχο, οικτίρω, ελεεινολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοτυχῶ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε ίζω, από τον αόρ. σε ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • μετανοώ — (ΑΜ μετανοῶ, έω) [νοώ] 1. αλλάζω γνώμη ή σκοπό («ηθέλησα τον πλάνον τον Έρωτα ν αφήσω, να κόψω τους δεσμούς του και να μετανοήσω», Χριστόπ.) 2. λυπάμαι για αμαρτίες που έκανα ή για καλές πράξεις που παρέλειψα να κάνω, μεταμελούμαι («μετανόησον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”